Άποψη γνώμης της Μαρίνας Δαλιάνη σχετική με τη δίκη Τοπαλούδη στο The Press Project

Υπόθεση Τοπαλούδη – Πικρές σκέψεις εν μέσω γενικευμένης ευφορίας

 

Είναι τουλάχιστον σπάνιο μία δίκη με τόσο προβλέψιμη και κοινωνικά προσδοκώμενη έκβαση να έχει τόσο απρόβλεπτο τέλος. Και ακόμα πιο σπάνιο να ευθύνεται γι’ αυτό το οξύμωρο η εισαγγελική έδρα μέσω μιας αναμενόμενης, βάσει του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, καταδικαστικής πρότασης.

Η υπόθεση του στυγνού βιασμού και της στυγερής δολοφονίας της άτυχης Ελένης Τοπαλούδη αναμφισβήτητα ανέδειξε, με τον πιο σκληρό και συγκλονιστικό τρόπο, το ζήτημα της έμφυλης βίας στη χώρα μας. Το χαμογελαστό πρόσωπο της νεαρής φοιτήτριας έγινε έμβλημα για ολόκληρη την Ελληνική κοινωνία, που ομόθυμα ανέμενε την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων. Η δημοσιογραφική κάλυψη της υπόθεσης έφερε στο φώς πλήθος αποδεικτικών στοιχείων – ευτυχώς επιμελώς συλλεχθέντων – και έτσι όταν ξεκίνησε η δίκη των δύο κατηγορουμένων για το φρικτό έγκλημα, κανείς δεν περίμενε τίποτα λιγότερο από την καταδίκη τους, θέση που ομόφωνα υιοθέτησαν τελικά δικαστές και ένορκοι.

Και ενώ όλα έβαιναν ομαλά, καθώς εξαιτίας της επικείμενης λήξης της προσωρινής κράτησης των κατηγορουμένων κατέστη δυνατή η συνέχιση της δίκης και η ενότητα της ακροαματικής διαδικασίας ακόμα και εν μέσω της πανδημίας που παρέλυσε τη δικαιοσύνη, ήρθε η εισαγγελική πρόταση, όχι με το “διά ταύτα” της, αλλά με το περιεχόμενο και το ύφος της, να προκαλέσει τις πλέον αντικρουόμενες απόψεις.

Και αυτό γιατί η εισαγγελέας δεν περιορίστηκε στην αποτίμηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και στην αξιολόγηση της ακροαματικής διαδικασίας προκειμένου να διατυπώσει την πρότασή της για την καταδίκη των δύο κατηγορουμένων, αλλά επέλεξε να δηλώσει απερίφραστα την ταύτισή της με το θύμα και την οικογένειά του και στα πλαίσια αυτής της ταύτισης απαξίωσε συλλήβδην το δικαίωμα υπεράσπισης, μεταφράζοντας την άσκησή του σε παράγοντα συσκότισης της αλήθειας και δηλώνοντας ότι είχε σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την υπόθεση πριν την έναρξη της δίκης.

Με αυτά τα δεδομένα, η εισαγγελική έδρα βοήθησε στην απόδοση δικαιοσύνης και στη δικαίωση της οικογένειας και του θύματος; Νομίζω πως όχι, αντιθέτως υπονόμευσε, έστω και ακούσια, μια δίκαιη, στεγανή, θεμελιωμένη σε αποδείξεις, ακροαματική διαδικασία.

Ας διευκρινίσουμε κάποιες θεμελιώδεις αξίες της ποινικής δίκης: ο δικαστής και ο εισαγγελέας δεν έχουν δικαίωμα να ταυτίζονται με καμία πλευρά, ούτε του θύτη ούτε του θύματος, ακόμη κι αν είναι πρόδηλο -κατά το κοινό περί δικαίου αίσθημα- σε ποια πλευρά βρίσκεται το δίκιο. Όπως εύστοχα έγραφε το έτος 1992 ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης στη μονογραφία του «7 θέσεις για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη», η δυσκολία, αλλά και το μεγαλείο του δικαστικού λειτουργήματος βρίσκεται στην επιτυχία του δικαστή να αποφεύγει τη διείσδυση της «βαριάς και θολής κοινωνικής ατμόσφαιρας» στο δικαιοδοτικό έργο του.

Αυτός ο περιορισμός, που τυποποιείται στο άρθρο 332 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν είναι νομική τυπολατρεία – αντιθέτως προσδιορίζει και οριοθετεί την α-μεροληψία (im – partiality) του δικαστηρίου, τη μία εκ των εννοιών που η ΕΣΔΑ επέλεξε για να ορίσει την έννοια της δίκαιης δίκης στο έκτο άρθρο της, δίπλα δίπλα με τη δημοσιότητα, την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και τη νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του δικαστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο ορίζει την έννοια της δίκαιης δίκης και η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο άρθρο 8, αν και εκεί – το δικαστήριο επιβάλλεται να είναι πρόσθετα και «competent» – ικανό και κατάλληλο για την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του.

Οι κανόνες λοιπόν που επιτρέπουν στο δικαστή όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται νηφάλιος, ψύχραιμος και αμερόληπτος, δεν είναι δικονομικές λεπτομέρειες και η εμμονή στην τήρησή τους δεν συνδέεται με την υπερευαισθησία συντηρητικών νομικών ή άλλων κύκλων, αλλά πρόκειται για την καρδιά του κράτους δικαίου. Η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα του δικαστή δεν είναι προνόμιο ενός συγκεκριμένου κατηγορούμενου, είναι ο πυρήνας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που υπερβαίνει κατά πολύ σε σημασία τον κάθε κατηγορούμενο και την υπόθεσή του.

Οι παραπάνω σκέψεις στη γενίκευσή τους φαίνονται αυτονόητες, αλλά στην κατά περίπτωση εφαρμογή τους, μάλλον δεν είναι. Έτσι, στην υπόθεση Τοπαλούδη, τη ζοφερή εικόνα της εισαγγελικής πρότασης συμπλήρωσε ένα κύμα αποθέωσης ή έστω χαλαρής επιδοκιμασίας της, ακόμη κι από ανθρώπους που εκ του θεσμικού τους ρόλου δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνονται πόσο επικίνδυνες είναι αυτές οι εκτροπές, στα πλαίσια των οποίων μπορεί μερικές φορές να ακούμε αυτό που θέλουμε να ακούσουμε.

Βέβαια, η συγκεκριμένη κοινωνική αντίδραση, που κορυφώθηκε με το χειροκρότημα της εισαγγελέως από το κοινό, λίγο πριν την έκδοση της απόφασης, δεν είναι ανεξήγητη. Πηγάζει από το συσσωρευμένο θυμό που έχει προκαλέσει η γενική ατιμωρησία της έμφυλης βίας και η τάση της δικαιοσύνης να μετατρέπει εύκολα το θύμα σε υπαίτιο των εις βάρος του εγκλημάτων, γιατί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πάντα “προκάλεσε” το θύτη.

Ωστόσο, αν και εξηγήσιμη, αυτή η αντίδραση δεν είναι δικαιολογημένη. Γιατί, αν δεχθούμε ότι η θέση “ας αποδοθεί δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος”, που ανέφερε σε μία αποστροφή του λόγου της η εισαγγελέας, περιλαμβάνει και τέτοιες παρεκκλίσεις από τις αρχές της δίκαιης δίκης, τότε θα φτάσουμε να επιδοκιμάζουμε και εγκαταλειφθείσες πρακτικές, που σε άλλες εποχές είχαν κριθεί αναγκαίες για να αποκαλυφθεί η δικαστική αλήθεια και να αποδοθεί η δικαιοσύνη, όπως τα βασανιστήρια. Στην πραγματικότητα, υποθέσεις σαν τη συγκεκριμένη προσφέρονται ιδιαίτερα για να δοκιμάζουμε τα δικαιοκρατικά αντανακλαστικά μας: είναι οι ειδεχθείς και όχι οι λαοφιλείς παραβάτες του νόμου αυτοί που δεν επιτρέπεται να στερηθούν μία δίκαιη δίκη με τον ίδιο τρόπο που οι απεχθείς -και όχι οι εύηχες και εύπεπτες- φωνές και απόψεις είναι αυτές που χρειάζονται την ελευθερία του λόγου.

Αποτιμώντας συνολικά την υπόθεση, δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει ότι το ζοφερό παζλ που προκάλεσε η εισαγγελική πρόταση συμπληρώθηκε από δύο τελευταίες ψηφίδες. Αφενός από την παρέμβαση του υφυπουργού της κυβέρνησης στην εν εξελίξει δίκη, για να μας θυμίσει ότι η εκτελεστική εξουσία σε αυτή τη χώρα διαχρονικά και χωρίς εξαιρέσεις απεχθάνεται την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αφετέρου από την απαράδεκτη, κατά τη γνώμη μου, εμφάνιση και παρέμβαση του συμβούλου του συλλόγου μας στην αίθουσα του δικαστηρίου, χωρίς κανένα θεσμικό έρεισμα και σεβασμό στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης και στην οικογένεια της τραγικής Ελένης, που ανέμενε με αγωνία την ελάχιστη δικαίωση από το δικαστήριο.

Τελικά όλες αυτές οι εκδηλώσεις αποκαλύπτουν πόσο βαθιά και δομική είναι η έλλειψη κουλτούρας κράτους δικαίου που μας κατατρέχει ….

 

thepressproject.gr